- κρυσταλλοχημεία
- Κλάδος της χημείας, ο οποίος συνδέεται στενά με την κρυσταλλογραφία (βλ. λ.) και ασχολείται βασικά με τη συστηματοποίηση και την ερμηνεία των κρυσταλλικών δομών, την περιγραφή των χημικών δεσμών που παρατηρούνται στους κρυστάλλους, τη φύση των χημικών δεσμών, την πρόβλεψη της δομής και τη μελέτη των σχέσεων ανάμεσα στη δομή των κρυστάλλων και στις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες. Η κ. διακρίνει την κρυσταλλική δομή σε δύο βασικούς τύπους: α) την ομοδεστική ή συντονισμού, όπου όλα τα άτομα συνδέονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και οι χημικοί δεσμοί σχηματίζουν τη διάρθρωση στον χώρο· β) την ετεροδεσμική, όπου υπάρχουν δομικά τμήματα, στα οποία τα άτομα είναι πολύ ισχυρά συνδεδεμένα μεταξύ τους (συνήθως με ομοιοπολικούς δεσμούς), ενώ τα άτομα των διαφορετικών τμημάτων συνδέονται με μικρότερη ισχύ. Οι πειραματικές μέθοδοι που χρησιμοποιεί η κ. για τη μελέτη των κρυσταλλικών δομών συνίστανται στη δομική ανάλυση με ακτίνες Χ και στην περίθλαση ηλεκτρονίων και νετρονίων. Από τα πειραματικά δεδομένα μπορούν να προσδιοριστούν οι διατομικές αποστάσεις, οι γωνίες ανάμεσα στους άξονες των χημικών δεσμών κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.